- ευπέπαντος
- εὐπέπαντος, -ον (ΑΜ)(για ευώδεις καρπούς ή ουσίες) ώριμος, καλά ωριμασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πεπαντος (< πεπαίνω «ωριμάζω»), πρβλ. δυσ-πέπαντος, οινο-πέπαντος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπέπαντον — εὐπέπαντος well ripened masc/fem acc sg εὐπέπαντος well ripened neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεπάντους — εὐπέπαντος well ripened masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπέπαντα — εὐπέπαντος well ripened neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)